- βοηλασίη
- βο-ηλασίη (βοῦς, ἐλαύνω): cattlelifting, Il. 11.672†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
βοηλασίῃ — βοηλασία driving of oxen fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)